- γλειψιάρης
- -α, -ικο1. αυτός που τού αρέσει να γλείφει2. κόλακας, χαμερπής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλειψιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να γλείφει. 2. μτφ., κόλακας, γλείφτης: Είναι φοιτητής γλειψιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)